- επτάκι(ς)
- ἑπτάκις (AM) (Α και ἑπτάκι)επίρρ.1. επτά φορές2. για να δηλωθεί άπειρος αριθμός, τελειότητα, πληρότητα κ.λπ. («ἁμαρτωλός οὐχ ἑπτάκις μόνον ἀλλὰ καὶ ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ συγχωρούμενος», Γρηγ. Ναζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + -κις*].
Dictionary of Greek. 2013.